- ἐπισυμπίπτει
- ἐπισυμπί̱πτει , ἐπί-συμπίτνωfallpres ind mp 2nd sgἐπισυμπί̱πτει , ἐπί-συμπίτνωfallpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισυμπίπτω — ἐπισυμπίπτω (Α) 1. αναπηδώ μαζί ξανά 2. συμβαίνω κατόπιν ή επί πλέον [«ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῑς ἤδη γεγονόσιν», Ιώσ.) 3. συμπίπτω … Dictionary of Greek